- στυπ(π)είο
- και στυπ(π)ίο, το / στυπ(π)εῑον και στυπ(π)ίον, ΝΑ, και στιππύον και στίππυον και στιπύον και στίππον και στίππιον και στιππῑον και σίππιον και ως αρσ. στίπ(π)ος και στύπος, ὁ, Ατο στουπί.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος ανήκει στο καθημερινό λεξιλόγιο, όπως φανερώνει και η παρουσία διπλού συμφώνου, και ο οποίος συνδέεται, κατά μία άποψη, με το αρχ. ινδ. stūpa-, stupa- «τούφα, φούντα». Παράλληλα προς τον τ. στυππεῖον (με επίθημα -εῖον, που απαντά σε λ. που δηλώνουν αντικείμενα, πρβλ. δοχ-εῖον) απαντούν, σπανιότερα, το αρσ. στύπος και το θηλ. στύππη, το οποίο πέρασε και στη Λατινική (πρβλ. λατ. stuppa) μέσω μιας δωρικής αποικίας της Κάτω Ιταλίας. Στη συνέχεια, από τη Λατινική η λ. πέρασε και στις νεώτερες γλώσσες (πρβλ. γαλλ. etoupe), ενώ και το νεοελλ. στουπ(π)ί πρέπει να έχει σχηματιστεί από τον λατ. τ. Ο παρλλ. τ., τέλος, στίππυον, προήλθε από τ. *στύππυον με επίθημα -υον, κατά τα θρύον, γήθυον και ανομοίωση τού –υ σε -ι-].
Dictionary of Greek. 2013.